αιμοσφαίριο

αιμοσφαίριο
το
(συνηθέστ. στον πληθ. αιμοσφαίρια, τα), μονοκύτταρο σωματίδιο που βρίσκεται μέσα στο πλάσμα του αίματος (ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αιμοσφαίριο — το συνήθως στον πληθυντικό τα αιμοσφαίρια έμμορφα στοιχεία τού αίματος που διακρίνονται σε ερυθρά αιμοσφαίρια ή ερυθροκύτταρα και σε λευκά αιμοσφαίρια ή λευκοκύτταρα …   Dictionary of Greek

  • δρεπανοκύτταρο — το ερυθρό αιμοσφαίριο παραμορφωμένο σε σχήμα δρεπανιού …   Dictionary of Greek

  • ερυθροκύτταρο — το το ερυθρό αιμοσφαίριο …   Dictionary of Greek

  • κοκκιοκύτταρο — το ανατ. λευκό αιμοσφαίριο που χαρακτηρίζεται από πολύλοβο πυρήνα και ύπαρξη κοκκίωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. κοκκίο + κύτταρο. Απόδοση στην ελλ. ξεν όρου, πρβλ. αγγλ. granulocyte < granulo (< granule «κόκκος») + cyte (< κύτος «αγγείο»)] …   Dictionary of Greek

  • λεμφοκύτταρο — το μονοπύρηνο λευκό αιμοσφαίριο μικρών διαστάσεων, που περιέχει μειωμένη ποσότητα κυτταροπλάσματος και απαντά κυρίως στους λεμφικούς ιστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lymphocyte < lymph(o) (βλ. λεμφ[ο] ) +… …   Dictionary of Greek

  • λευκοβλάστη — η ιατρ. άωρο λευκό αιμοσφαίριο που θεωρείται μεταβατικό στάδιο μεταξύ μυελοβλάστης και προμυελοκυττάρου στη λευκοποιητική σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. leukoblast < leuk(o) (< λευκ[ο] *) + blast (< νεολατ. blastus <… …   Dictionary of Greek

  • λευκοκύτταρο — το ανατ. το λευκό αιμοσφαίριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. leucocyte < leuc(o) * (πρβλ. λευκ[ο] ) + cyte (< κύτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • μακροκύτταρο — το φυσιολογικό ώριμο ερυθρό αιμοσφαίριο τού οποίου έχει αυξηθεί η διάμετρος όχι όμως και το πάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrocyte < macro (< μακρ[ο] *) + cyte (< κύτταρο)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοκύτταρο — το ερυθρό αιμοσφαίριο που προέρχεται από την ωρίμαση μεγα λοβλάστης τής οποίας έχει εξαφανιστεί ο πυρήνας, αλλά αυτό εξακολουθεί να εμφανίζει πραγματικό όγκο μεγαλύτερο τού φυσιολογικού ερυθρού αιμοσφαιρίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”